Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων
Η Ι.Μ Αγίων Αποστόλων βρίσκεται σε απόσταση δύο (2) περίπου χιλιομέτρων από τη Σελιάνα και σε υψόμετρο 850 μέτρα στα πρώτα χιλιόμετρα του χωμάτινου δρόμου που οδηγεί στο Σαραντάπηχο με μαγευτική θέα στον κάμπο και την κοιλάδα του Κριού ποταμού.
Η κατασκευή του καθολικού (ναού) της Μονής πιθανολογείται πως έγινε περί το 1600 αν και δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ακριβή ημερομηνία. Η πρώτη αναφορά στους Αγίους Αποστόλους γίνεται από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Σκαρπέτη που γεννήθηκε το 1641 στην Αράχωβα και χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή το 1652 από τον Μητροπολίτη Κορίνθου Γρηγόριο Γουλιανό. Ο Δοσίθεος, που ανήλθε στον Πατριαρχικό θρόνο των Ιεροσολύμων το 1670, σε ηλικία 29 ετών, υπήρξε αξιολογότατη πνευματική μορφή της ορθοδοξίας και σίγουρα βοήθησε στην ανάδειξη της μονής εκείνη την εποχή. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η επιγραφή κάτω από την εικόνα του Αγίου Ιωάννου, που με χρονολογία 1646 μας πληροφορεί ότι “εκείνο τον καιρό έγινε μεγάλο κακό και όλα τα χριστιανικά (χωριά;) εμαρτύρησαν…”.
Το 1743 ο τέως ηγούμενος Αγαθάγγελος με δικά του χρήματα προχώρησε στην κατασκευή του τέμπλου του Ναού που σώζεται μέχρι σήμερα. Η επιγραφή πάνω από τη βόρεια θύρα του Ιερού αναφέρει: “Ηστορίθη και εχρυσόθη το ιερόν και θείον τούτο τέμπλιον δια συνδρομής και εξόδου του Πανοσιώτατου εν ιερομονάχοις κυρ Αγαθάγγελου πρώην ηγουμένου, δια ψυχικήν αυτού σωτηρίαν…”
Το καθολικό της Mονής είναι μονόκογχος ξυλόστεγος βασιλική, ο κυρίως ναός έχει μήκος 8,60 μ. και πλάτος 3,75 μ., το Ιερό 2,45 μ. και ο νάρθηκας μήκος 2,80 μ. και πλάτος 4,52 μ.
Μια παλαιά επιγραφή στην είσοδο, που καταστράφηκε από κτίστες και είχε χρονολογία 1621, πιστοποιεί ότι οι αγιογράφηση έγινε από τους περίφημους ζωγράφους του Ναυπλίου αδελφούς Δημήτριο και Γεώργιο Μόσχο, όπως σημείωσε κατά την επίσκεψή του εκεί τον Αύγουστο του 1922 ο Βυζαντινολόγος Ν. Καλογερόπουλος. Εντυπωσιακές παραμένουν μέχρι και σήμερα μεγάλο μέρος των αγιογραφιών, με μορφές που λαμβάνουν έκφραση και έχουν αποτυπωθεί με ζωντάνια. Σημαντικές όμως είναι οι καταστροφές που κατά τη διάρκεια των αιώνων συνέβησαν στις τοιχογραφίες (εξορύξεις οφθαλμών), κυρίως από τους κατακτητές μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1770.
Η παρουσία της Μονής κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 δεν είναι εμφανής, ενώ αμέσως μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους ξέσπασε οικονομική κρίση και τσακωμός μεταξύ των μοναχών. Μέχρι και τότε εκκλησιαστικά άνηκε στη Μητρόπολη Κορίνθου. Τον Ιανουάριο του 1829 κατόπιν εντολής του Καποδίστρια διενεργήθηκε καταγραφή της περιουσίας των Μοναστηριών της Πελοποννήσου. Στη Μονή Αγίων Αποστόλων καταγράφηκαν τα εξής: 1 αργυρό δισκοπότηρο, 1 αργυρό ευαγγέλιο, 2 αργυρά κανδήλια, 2 κουτιά άγια λειψάνων ζεντεφένια, τα αναγκαία ιερά σκεύη και βιβλία εκκλησίας. 25 στρέμματα μη καλλιεργήσιμα γύρω από τη μονή, 2 μύλους, 25 στρέμματα αμπέλι και στο μετόχι (Μαυρέντι) 25 στρέμ. χωράφια, 25 + 3 στρέμ. αμπέλια, 11 στρέμ. σταφίδες, 1 ελαιοτριβείο, 120 ελαιόδενδρα, 150 αιγοπρόβατα, 6 γελάδια, 2 άλογα, 7 βόδια.
Ηγούμενος, το 1829, ήταν ο Άνθιμος, ενώ διέμεναν και 3 ιερομόναχοι, 4 μοναχοί, 4 δόκιμοι, 6 μισθωτοί. Οι οφειλές του μοναστηριού σε διαφόρους ήταν 2690 γρόσια. Το 1834 υπήχθη ως Μετόχι στο Μέγα Σπήλαιο. Τον Ιανουάριο του 1836 το μοναχικό δυναμικό στους Αγίους Αποστόλους είχε ως εξής: Παρθένιος Παναγιωτόπουλος από τη Σελιάνα, ετών 52, προ-Hηγούμενος, μπήκε στη μονή το 1800. Άνθιμος Θεοχαρόπουλος από τη Σελιάνα, ηγούμενος, ετών 40, μπήκε στη μονή το 1809. Διονύσιος Νικολόπουλος από το Περιθώρι, ετών 38, ιερομόναχος, μπήκε στη μονή το 1810. Ανανίας Παναγιωτακόπουλος από τη Σελιάνα, ετών 35, ιερομόναχος, μπήκε στη μονή το 1815. Δαμιανός Ρηγόπουλος από το Σαραντάπηχο, ετών 110, μοναχός, μπήκε στη μονή το 1755, ο οποίος ήταν τυφλός και από το 1826 ήταν κατάκοιτος. Αγάπιος Σταματόπουλος από τη Γκούρα, ετών 38, μοναχός, μπήκε στη μονή το 1815. Χριστόφορος Βασιλακόπουλος από τη Βλοβοκά, ετών 30, μοναχός, μπήκε στη μονή το 1820.
Την εποχή εκείνη η μονή εκτός από το Μετόχι στο Μαυρέντι, είχε εκτάσεις και στην Ακράτα, στις οποίες ήθελαν να μετοικήσουν κάτοικοι των Χασίων. Ζητήθηκε κρατική παρέμβαση από τον Νομάρχη Αχαΐας – Ηλείας, ώστε να εκτιμηθεί η έκταση και να πωληθεί, λόγω και της άσχημης οικονομικής κατάστασης του μοναστηριού. Το 1848 διατάχτηκε έρευνα στα οικονομικά του και υπήρξε παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου με την οποία σταμάτησε η διχόνοια που υπήρχε μεταξύ των μοναχών. Ηγούμενος ήταν ο Αβέρκιος και προηγούμενος ο Χριστόφορος. Το 1851 είχε 11 μοναχούς.
Το Μοναστήρι ανακαινίστηκε το 1896. Ο τελευταίος μοναχός που υπηρέτησε εκεί ήταν ο Φιλάρετος (Ιωάννης) Γιαννόπουλος από τη Βελλά (1955). Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε εκεί η μοναχή Πανσέμνη Φαρμάκη από τη Βεργουβίτσα.
Τον Απρίλιο του 1969 σεισμός κατέστρεψε τον ξενώνα που κατεδαφίστηκε το 1973. Η ανέγερση νέου άρχισε το 1974 με ποσό 100.000 δρχ που έδωσε η Νομαρχία Αχαΐας. Φυσικό επακόλουθο όλων των ανωτέρω ήταν το ότι το Υπουργείο Πολιτισμού έχει χαρακτηρίσει τη Μονή Αγίων Αποστόλων Διατηρητέο Μνημείο. Στις 23 Μαΐου 2007, με το υπ' αριθμό 100 Προεδρικό Διάταγμα που υπογράφηκε από τον Κάρολο Παπούλια και τον υφυπουργό Παιδείας κ Θρησκευμάτων Γ. Καλό, άλλαξε και τυπικά από γυναικεία σε Ανδρώα Ιερά Κοινοβιακή Μονή.